Τισιφόνης

Τισιφόνης
Τισιφόνη
Tisiphone
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φόβητρο — το / φόβητρον, ΝΜΑ 1. πράγμα, μέσο που προκαλεί φόβο, σκιάχτρο νεοελλ. συνεκδ. δύσμορφος άνθρωπος, τέρας, έκτρωμα αρχ. φρ. «Τισιφόνης τὰ φόβητρα» πιθ. τα τραγικά προσωπεία τών Ερινυών (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβῶ + επίθημα τρο(ν) (πρβλ. θέλγη… …   Dictionary of Greek

  • Κιθαιρώνας — Όρος (ψηλότερη κορυφή Προφήτης Ηλίας, 1.409 μ.) στα δυτικά όρια των νομών Βοιωτίας και Αττικής. Ανήκει στο δυτικό βοιωτικό αττικό (χαμηλού ύψους και επίμηκες) ορεινό σύστημα και αποτελεί την ανατολική νοτιοανατολική προέκταση του Ελικώνα, με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”